ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Βρίσκετ' εκεί του Φόρκυνα, του πελαγήσου γέρου,
κάποιο λιμάνι, και σ' αυτό δυό κάβοι που προβάλλουν,
βραχόσπαρτοι, προς την μπασιά του λιμανιού συγκλίνουν,
κι όξω κρατούν τα κύματα που οι τρικυμιές σηκώνουν

100
μα μέσα τα καλόφτιαστα συχάζουνε καράβια,
δίχως δεσίματα, άμα μπουν και βρούνε αραξοβόλι.
Είναι κι ελιά μακρόφυλλη βαθιά μες στο λιμάνι

και δίπλα της αχνόθαμπη σπηλιά χαριτωμένη,
ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες.
105
Κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες εκεί βρίσκεις,
που τα μελίσσια μέσα τους πηγαίνουν και φωλιάζουν.
Είναι και πέτρινοι αργαλειοί περίτρανοι, που οι Νύφες
φαίνουν σκουτιά πορφυρωτά που βλέπεις και θαμάζεις.
Έχει κι αστείρευτα νερά, και θύρες δυό, μιά θύρα
110
προς το Βοριά που δύνουνται ν' αυλίζουνται και ανθρώποι,
κι η άλλη, θεϊκιά, προς το Νοτιά, που ανθρώποι δεν περνάνε,
μόνε είναι των αθάνατων η θύρα εκείνη δρόμος.

Τώρα τους τόπους του Θιακιού για να πειστής σου δείχνω.
345
Νά, του παλιού θαλασσινού του Φόρκυνα ο λιμιώνας,
να, κι η μακρόφυλλη η ελιά στου λιμανιού την άκρη,
και δίπλα της η αχνόθαμπη σπηλιά, η χαριτωμένη,
ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες,
εκεί 'ναι και το θολωτό το σπήλιο που σ' εκείνες
350
πολλές εσύ εκατοβοδιές καλόδεχτες τελούσες,
να, και το Νήριτο βουνό, τ' ολόσκεπο από δάσια.

Και πρώτα το χοιροβοσκό πήγαινε ν' ανταμώσης,
405
που νοιάζεται τους χοίρους σου, και σε πονεί η καρδιά του,
μα και το γιόκα σου αγαπά, και το χρυσό σου ταίρι.
Σιμά στα ζώα θα κάθεται, που βόσκουνε στην πέτρα
του Κόρακα, που είναι κοντά κι η Αρέθουσα η βρυσούλα.
Τρών βαλανίδια νόστιμα, κι αχνό νεράκι πίνουν,
410
και καλοθρέφουνται μ' αυτά και πλήθιο πάχος πιάνουν
.